ιπποτισμό

ιπποτισμό
şövalyelik, mertlik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιπποτικός — ή, ό [ιππότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππότη ή στον ιπποτισμό («ιπποτική συμπεριφορά») 2. ευγενής, γενναίος, έντιμος, λεπτός στους τρόπους 3. φρ. α) (κατά τον μεσαίωνα) «ιπποτικά τάγματα» στρατιωτικά τάγματα που μάχονταν υπέρ τής… …   Dictionary of Greek

  • Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… …   Dictionary of Greek

  • Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — ο 1. ιπποσύνη. 2. μτφ., ευγένεια, ανδρισμός και ανιδιοτέλεια: Χάθηκε σήμερα ο ιπποτισμός. – Φέρθηκε με ιπποτισμό προς τους νικημένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”